27/11/2007

Ο μονόλογος του πικραμένου ξυπνητηριού

Είμαι το ξυπνητήρι σου. Το πικραμένο ξυπνητήρι σου. Δεν ήμουν πάντα έτσι. Όταν με αγόρασες ήμουν γεμάτος όρεξη για δουλειά. Ούτε μπαταρία δε χειάστηκε να αγοράσεις- συμπεριλαμβανόταν στην τιμή. Και σημειώνω ότι 2 χρόνια μετά ακόμα δεν έχει χρειαστεί να την αλλάξεις.

Δεν ξέρω αν θυμάσαι, αλλά από την αρχή ήμουν στρατιώτης. Κι εσύ ο στρατηγός. Ό,τι ώρα και αν με πρόσταζες πάντα έκτελούσα το καθήκον μου. Ακόμα και αν το προηγούμενο βράδυ το είχαμε περάσει με ποτά και παρέες ή προσπαθώντας να τελειώσουμε μια εργασία που έπρεπε να παραδώσεις την επόμενη μέρα.

(Φυσικά και μιλάω στο πρώτο πληθυντικό. Τι νόμισες; Ότι κοιμάμαι όσο εσύ ξενυχτάς; Όχι! Είμαι καταδικασμένος να κοιμάμαι όταν εσύ κοιμάσαι και να ξυπνάω για να σε ξυπνήσω. Αυτή είναι η δουλειά μου).

Ποτέ δε με συνήθισες. Κάθε πρωί ξελαρυγγιάζομαι για να σε ξυπνήσω. Το ξέρω ότι σε εκνευρίζει ο ήχος μου. Κι εμένα το ίδιο! Αλλά, βλέπεις, δεν τον διάλεξα! Αυτός μου 'λαχε! Αν και -στην τελική- μήπως αν είχα διαφορετικό ήχο θα σε εκνεύριζα λιγότερο ή θα ξυπνούσες ευκολότερα; Δεν ξέρω...κάτι μου λέει πως όχι. Παραδέξου το. Δεν είναι ο ήχος μου που σε εκνευρίζει αλλά το ότι σημάνει την αρχή όσων δε θες να αντικρύσεις. Την αρχή της μέρας σου.

Έκανα που λες υπομονή σχεδόν ένα χρόνο. Δικαιολογούσα τη συμπεριφορά σου. Όλοι οι άνθρωποι έτσι είναι, παρηγορούσα τον εαυτό μου, δεν ξυπνούν εύκολα το πρωί. Να είσαι υπομονετικός, έλεγα, και σιγά σιγά θα σε συνηθίσει. Στο κάτω κάτω αυτή σε αγόρασε και ήξερε πολύ καλά ποια είναι η δουλειά σου. Στο κάτω κάτω σε χρειάζεται...

Το τι κακοποίηση υπέστη, δε λέγεται! Βρισιές, φωνές, ιπτάμενα μαξιλάρια (το πώς πάντα βρίσκεις το στόχο σου με κλειστά μάτια είναι ένα θαύμα). Μερικές φορές με εξορίζεις, γιατί νομίζεις ότι αν είμαι μακριά και αναγκαστείς να σηκωθείς για να με κάνεις να σωπάσω θα ξυπνήσεις στην πορεία. Θα ξεχάσω εγώ το βράδυ που πέρασα στο συρτάρι των καλτσών και άκουγα μία ανέραστη να μιξοκλαίει όλη νύχτα; Μάτι δεν έκλεισα).

Τέλος πάντων, κάποια στιγμή η υπομονή μου εξαντλήθηκε. Σταμάτησα να ενδιαφέρομαι. Γιατί θα πρέπει δηλαδή να με νοιάζει αν θα πας στη δουλειά σου καθυστερημένα; Ή αν θα ξεχάσεις να πάρεις το χάπι σου; Και χωρίς ποτέ να έχω ακούσει ένα ευχαριστώ! Θαρρείς ότι για μένα είναι εύκολο να ξυπνάω; Και να ξεκινάει η μέρα μου με βρησίδι και σφαλιάρες;

Γι'αυτό λοιπόν, εδώ και μερικούς μήνες, δε σε ξυπνώ. Ή μάλλον, σε ξυπνώ όποτε εγώ θέλω. Κάποιες μέρες χτυπάω κανονικά, στην ώρα μου, κύριος. Και κάποιες άλλες δε χτυπάω καθόλου. Ή χτυπάω αργότερα. Και πάνω που νομίζεις ότι έχω χαλάσει για τα καλά και σκέφτεσαι σοβαρά να με πετάξεις, τότε αρχίζω να λειτουργώ κανονικά για περίπου μια εβδομάδα. Και φτου και απ'την αρχή.

Και το πιστεύεις; Από τότε που άρχισα αυτό το βιολί, δε με καταριέσαι πια τόσο πολύ. Μέχρι και καινούριες μπαταρίες θα μου φέρεις σήμερα. Το είδα στη λίστα για τα ψώνια σου!Ποτέ πριν δε με κράτησες τόση ώρα στα χέρια σου, ποτέ πριν δε με ρώτησες τι έχω, ποτέ πριν δεν ανησύχησες για μένα. Μέχρι που σου χάλασα τη ρουτίνα. Μέχρι που σταμάτησα να σου δίνω αυτό που θεωρούσες δεδομένο. Αυτό που στην τελική έχεις ανάγκη.

24/11/2007

Ο μονόλογος της αζευγάρωτης κάλτσας

Είμαι μια από τις κάλτσες σου. Είναι εύκολο να καταλάβεις ποια ακριβώς. Ξεχωρίζω, βλέπεις, ποικιλλοιτρόπως: Όχι μόνο είμαι μία από τις ελάχιστες έγχρωμες παρουσίες μέσα σε αυτή τη μαυρίλα που ονομάζεις συρτάρι καλτσών, αλλά είμαι και η μόνη αζευγάρωτη. Σόλο. Μπουκάλα. Χήρα.

Φυσικά δεν ήμουν πάντα έτσι. Όπως όλες οι καθωσπρέπει κάλτσες, είχα κι εγώ το ζευγάρι μου. Μαζί μας αγόρασες μία μέρα που διάβασες σε ένα περιοδικό ότι τα ρούχα επηρρεάζουν τη διάθεσή μας και ότι αν φοράμε όλο σκούρα να μην αναρωτιόμαστε γιατί τα βλέπουμε όλα μαύρα (δεν ισχύει μόνο για τα γυαλιά ηλίου, δηλαδή). Είπες λοιπόν κι εσύ να βάλεις λίγο χρώμα στη ζωή σου σε μία προσπάθεια αυτοθεραπείας της -σχεδόν μόνιμα- κακής σου διάθεσης. Ξεκίνησες με εμάς: ένα ζευγάρι μωβ (ανοιχτό μωβ, όχι πεθαμενατζίδικο) κάλτσες.

Με τον Μίμη δεν είμασταν και από τα πιο αγαπημένα ζευγάρια. Ούτε μαλώναμε. Αλλά ήταν το ζευγάρι μου. Αγκαλιά κοιμόμασταν στο συρτάρι σου και αποχωριζόμασταν μόνο όταν μας φορούσες (που δεν ήταν πολύ συχνά). Και βέβαια στο πλυντήριο, ευρύτερα γνωστό στον καλτσόκοσμο ως το εβδομαδιαίο όργιο. Τα σόδομα και τα γόμορα γίνονται εκεί μέσα, μπλέκουν οι κάλτσες τα μπούτια τους, δεν ξέρουν ποια πηγαίνει με ποια. Στην αρχή τσινούσα. Μπορεί ο Μίμης να μην ήταν φωτομοντέλο, αλλά ήταν δικός μου. Δεν ήθελα να τον δω με καμιά άλλη. Μετά όμως συνειδητοποίησα πως δεν έιχα άλλη επιλογή από το να πάω με το ρεύμα. Στη πιο χαλαρή αυτή μου προσέγγιση συνέβαλε βέβαια και το γεγονός ότι κάποιοιες από τις άλλες κάλτσες θα μπορούσαν να ήταν φωτομοντέλα. Άσε που είναι τόσο γρήγορες οι στροφές μέσα στον κάδο που ζαλίζεσαι και ούτε πολυκαταλαβαίνεις με ποιον πηγαίνεις ή πού είναι ο Μίμης. Και στο τέλος κάθε πλύσης, περίμενα πώς και πώς τη στιγμή που θα μας ξαναέκανες ζευγάρι και θα κοιμόμασταν αγκαλιά.

Μια Κυριακή σαν όλες τις άλλες λοιπόν είδα τον Μίμη για τελευταία φορά. Δεν το ήξερα βέβαια πως ήταν η τελευταία φορά, αλλιώς θα του έλεγα κάτι πιο γλυκό από "καλά να περάσεις με την καινούρια" (είχαμε νέα άφιξη στο συρτάρι και ένιωθα λίγο παραμελημένη. Όχι μόνο από τον Μίμη, αλλά βλέπεις μόνο σε αυτόν είχα το δικαίωμα να παραπονιέμαι). Κυριακή λοιπόν είναι πάντα η μέρα του πλυντηρίου. Πάντα ξυπνάς αργά τις Κυριακές, πίνεις τον καφέ σου και μετά βλασφημάς που έχεις να βάλεις πληντύριο. Όλα έμοιαζαν να ακολουθούν αυτή τη ρουτίνα. Μετά την πλύση μας άπλωσες να στεγνώσουμε. Δεν μπορούσα να δω τον Μίμη, αλλά δεν ανησύχησα. Μου έκρυβε τη θέα ένα πουλόβερ και φαντάστηκα θα ήταν από πίσω του (ποτέ δεν έμαθες να πλένεις ή να απλώνεις σωστά, παρεμπιπόντως).

Όταν το βράδυ μας μάζεψες και άρχισες να μας κάνεις ζευγάρια, σκεφτόμουν ότι πραγματικά μου είχε λείψει ο καλός μου και τι ωραία που θα ήταν αν περνούσαμε ένα ήσχυχο κυριακάτικο βράδυ αγκαλιά. Σε έβλεπα να παίρνεις κάλτσα μετά την κάλτσα και να τις ζευγαρώνεις και έκλεισα τα μάτια περιμένοντας τη σειρά μου. Όταν τα ξαναάνοιξα, συνειδηποίησα πως ήμουν μόνη στο καλάθι. Όλες οι άλλες κάλτσες είχαν ξαναβρεί το τάιρι τους, μα ο Μίμης πουθενά. Εσύ μουρμούρισες κάτι, πήγες πίσω στο πλυντήριο, κοίταξες και κάτω από την απλώστρα...πουθενά ο Μίμης. Είχα ακούσει στο παρελθόν για κάλτες που εξαφανίζονται μυστηριωδώς κατά την πλύση, αλλά νόμιζα ότι ήταν θρύλος. Να που έλαχε σε μένα (και στον καημένο τον Μίμη) να επαληθεύσουμε το θρύλο.

Από εκείνο το βράδυ είμαι μόνη μου και σε αχρηστία. Συνεχίζω να μένω στο συρτάρι, γιατί δεν πετάς τίποτα, οπότε δε σου πήγε καρδιά να με ξεφορτωθείς. Από τότε λοιπόν περιμένω. Γιατί ο θρύλος λέει πως, έτσι όπως εξαφανίστηκαν μυστηριωδώς, κάποιες από τις εξαφανισμένες κάλτσες ξαναεμφανίζονται, κάποιες φορές μήνες αργότερα. Αφού λοιπόν το α μέρος του θρύλου είναι αλήθεια, ίσως να είναι και το β.

Δεν είναι εύκολο να περιμένεις. Με τρώει η αγωνία για το πού να βρίσκεται ο Μίμης. Και για το αν με σκέφτεται καθόλου. Όλες οι άλλες κάλτσες κοιμούνται κάθε βράδυ αγκαλιά με τα ταίρια τους κι εμένα με τρώει η ζήλια. Και έχω τη ζήλια μου έχω γίνει πικρόχολη και καμιά άλλη κάλτσα δε μου μιλάει πια. Ούτε στο πλυντήριο με βάζεις πλέον, αφού δε με φοράς. Το πλυντήριο δε μου λείπει. Μου λείπει το να με φορέσεις, να θυμηθώ ποια είμαι να νιώσω χρήσιμη. Πολλές φορές εύχομαι να χαθεί στο πλύσιμο κάποια άλλη κάλτσα και ίσως τότε να μας κάνεις ζευγάρι, και ας μην ταιριάζουμε. Στο κάτω-κάτω δε θα μας δει κανείς. Αλλά με αυτή τη σκεψη μελαγχολώ, γιατί συνειδητοποιώ ότι ποτέ κανένας δε θα ξαναείναι το ζευγάρι μου.

Και, το πιστεύεις; Όσο περνάει ο καιρός τόσο πιο πολύ εκτιμώ τον Μίμη και αυτό που είχαμε. Και τόσο πιο πολύ μου λείπει. Το ίδιο που έχεις πάθει κι εσύ με τον Σταύρο. Μόνο που ο Σταύρος δε χάθηκε στην πλύση, αλλά χάθηκε κι αυτός χωρίς να δώσει εξήγηση. Και από τότε σε έχουν φάει κι εσένα τα γιατί και τα και άμα.

Η διαφορά μας είναι ότι εσυ ποτέ δε θα μάθεις με σιγουριά αν ο Σταύρος ήταν όντως το ζευγάρι σου. Αυτά τα πράγματα τα ξέρουν σίγουρα μόνο οι κάλτσες. Κι έτσι θα μπορέσεις κάποια στιγμή να συνεχίσεις τη ζωή σου, γιατί όσο περνάει ο καιρός θα σου φαίνεται ότι ο Σταύρος μάλλον δεν ήταν το ζευγάρι σου και κάποιος καινούριος που γνώρισες σου ταιριάζει πιο πολύ.

Και όταν κάποια στιγμή έρθει η ώρα σου να ξανακοιμηθείς ευτυχισμένη στην αγκαλιά κάποιου, εγώ θα κοιμάμαι ακόμα μόνη μου στο ίδιο συρτάρι. Και δε θα ξέρω τι είναι πιο δύσκολο να αντέξω: Την αναμονή για κάτι που μάλλον δε θα επιστρέψει ποτέ, ή τη γνώση ότι έχασα το μοναδικό ζευγάρι που θα μπορούσα να έχω.

21/11/2007

Ο μονόλογος της γριάς ατζέντας

Είμαι η ατζέντα σου. Η γριά ατζέντα σου. Και να θέλω να κρύψω την ηλικία μου δεν μπορώ. Ένα τεράστιο και χρυσαφί (τι κιτσ, θεέ μου) 1985 δεσπόζει στο κατά τα άλλα λιτό εξώφυλλό μου. Είμαι δηλαδή 22 ετών. Αυτό για να καταλάβεις σε ατζεντοχρόνια μεταφράζεται σε μαθουσάλας και βάλε. Οι νορμάλ άνθρωποι παίρνουν καινούρια ατζέντα κάθε χρόνο. Οι νορμάλ άνθρωποι μάλλον παίρνουν καινούρια ατζέντα κάθε χρόνο και τη χρησιμοποιούν. Εσύ με αγόρασες τέλη του 1984 (ή μήπως δεν με αγόρασες καν; μπορεί να ήμουν και δώρο) και από τότε δε με έχεις αλλάξει. Είχες την πρόθεση να το κάνεις παραπάνω από μία φορά. Σχεδόν πάντα πριν το ξεψύχισμα της χρονιάς αγόραζες μία καινούρια ατζέντα και πάντοτε υποσχόσουν στον εαυτό σου ότι αυτή τη φορά θα τη χρησιμοποίούσες, αυτή τη φορά θα αντέγραφες ονόματα, διευθύνσεις και αριθμούς από εμένα στην καινούρια και θα προγραμμάτιζες μεθοδικά την καινούρια χρονιά.

Ποτέ δεν το έκανες όμως, ή τουλάχιστον ποτέ δεν το ολοκλήρωσες. Δώδεκα χρόνια τώρα εμένα κουβαλάς στη τσάντα σου. Δε σε ενοχλούν τα μισοσχισμένα μου φύλλα. Όπως δε σε ενοχλούν οι ρυτίδες στα πρόσωπα αυτών που αγαπάς. Δε σε ενοχλεί που πολλές φορές οι καταχωρήσεις έχουν ξεθωριάσει από την πολυκαιρία και χρειάζεται να βάλεις τα γυαλιά σου και να μαντέψεις πριν σηκώσεις το ακουστικό για να τηλεφωνήσεις. Δε σε ενοχλεί που σε πολλά γράμματα (αχ αυτό το "Κ" και το "Τ") δεν υπάρχει πλέον χώρος για νέες εγγραφές και αναγκάζεσαι να τις στριμώχνεις ανάμεσα στις παλιές. Δε σε ενοχλεί που δεν έχω αρκετό χώρο για να συμπληρώνεις ηλεκτρονικές διευθύνσεις. Δε σε ενοχλεί που πολλά από τα ονόματα στις σελίδες μου, είναι πλέον ονόματα νεκρών.

Όχι, όλα αυτά δεν έχουν σημασία για σένα. Είμαι η ατζέντα σου, μεγαλώσαμε μαζί. Μαζί κάναμε νέους φίλους, μαζί χάσαμε κάποιους παλιούς. Μαζί αγωνιούσαμε πάνω από το τηλέφωνο περιμένοντας κάποιον να πάρει ή παλεύοντας την πανόρμηση να πάρουμε εμείς. Μαζί σχιστήκαμε, μαζί ξεθωριάσαμε.

Αλλά ακόμα την κάνουμε τη δουλειά μας. Είμαστε εδώ, πιστές στο καθήκον. Κάποιες φορές χρειαζόμαστε περισσότερο χρόνο ή περισσότερη προσπάθεια απ'ότι παλιά. Αλλά είμαστε εδώ, περήφανες για την ηλικία μας και για ό,τι κουβαλάμε.

20/11/2007

Ο μονόλογος της φαφούτας χτένας



Είμαι η χτένα σου. Η φαφούτα χτένα σου. Ε, πως να αυτοαποκαλεστώ η καψερή αφού μου λείπουν μερικά δόντια; Από την κακομεταχείριση το έπαθα. Σαν κακοποιημένη σύζηγος που παρόλα όσα μου κάνεις εγώ κάθε πρωί σου γλυκοφιλώ τα μαλλιά πριν πας στη δουλειά.

Μπορεί να είμαι φαφούτα, αλλά δεν είμαι και τόσο γριά. Ούτε και άσχημη θα με λεγες. Απλώς συνηθισμένη. Καστανή, κοντούλα...αν είχα και μεγαλούτσικα οπίσθια θα μπορούσε να πει κανείς ότι έχω όλα τα χαρακτηριστικά της μέσης ελληνίδας. Όχι ότι υπονοώ ότι η μέση ελληνίδα είναι φαφούτα. Προς θεού!

Καλύτερα να τις κόψω τις αναλογίες με τη μέση ελληνίδα πριν παρεξηγηθώ. Ας μιλήσω για τον εαυτό μου (είμαι άραγε η μέση χτένα;). Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί με αγόρασες! Για όσους δεν με έχουν γνωρίσει, είμαι αυτό που οι παλιομοδίτες θα έλεγαν τσατσάρα. Που σημαίνει ότι δεν είμαι κατάλληλη για τα μακριά πυκνά μαλλιά σου. Ούτε για το ανυπόμονο του χαρακτήρα σου. Ούτε για την τεμπελιά σου. Βγαίνεις από το μπάνιο κυρία μου και χωρίς να έχεις χρησιμοποιήσει ίχνος μαλακτικής περιμένεις με δυο χτενιές να σου ξεμπερδέψω την κώμη. Για βάστα καλή μου! Χτένα είμαι, δεν είμαι ο Vidal Sassoon wash and go!

Θα στο πω μια και καλή! Δεν είμαι εγώ για σένα. Χρειάζεσαι βούρτσα. Επαγγελματική, πώς το λένε. Ειδική για μακριά μαλλιά και απαιτητικούς χαρακτήρες σαν και την αφεντιά σου. Ανεκτική στην κακομεταχείριση. Που να έχει όλα της τα δόντια.

Για κάποιον ανεξήγητο για μένα λόγο όμως, δε θες να με αλλάξεις. Είσαι πλάσμα της συνήθειας, το ξέρω. Άσε που δε νοιάζεσαι και πολύ για τα μαλλιά σου. Τι είπες; Θες να με πας στον ορθοδοντικό να μου βάλεις μασέλα; Ε δεν είμαστε με τα καλά μας! Για δοκίμασε να πας στον ορθοδοντικό και να με καθίσεις στην καρέκλα και να με συστήσεις ως ασθενή...Ε ρε γέλια που θα κάνουμε!

Δεν επιδέχομαι επισκευής, χρυσή μου. Θα είμαι φαφούτα μια ζωή. Και με τους ρυθμούς που πας δε θα μου μείνει δόντι για δόντι. Χαλάρωσε λίγο. Δώσε μου πέντε λεπτά παραπάνω κάθε μέρα, φέρσου μου πιο τρυφερά και θα δεις ότι δεν είμαι και τόσο άχρηστη. Ίσως ποτέ να μην φτάσω στο υψηλό επίπεδο μιας επαγγελματικής βούρτσας, αλλά τουλάχιστον εγώ σε ξέρω τρίχα προς τρίχα. Εγώ τα μεγάλωσα αυτά τα μαλλιά. Εγώ τα χαϊδεύω κάθε μέρα. Εγώ τα μυρίζω - και τι ωραία που μυρίζουν! Τα αγαπώ αυτά τα μαλλιά και αγαπώ και σένα. Και ας με κατάντησες φαφούτα.

Έτσι λοιπόν. Δώσε μου πέντε λεπτά παραπάνω την ημέρα. Καμιά φορά μόνο τόσο χρειάζεται για να καλυτερέψουν τα πράγματα.

19/11/2007

Ο μονόλογος του χαλασμένου αναπτήρα

Είμαι ο αναπτήρας που πάντα έχεις στη δεξιά τσέπι του παντελονιού σου. Όποιο παντελόνι κι αν φοράς, τα τελευταία πέντε χρόνια, πάντα με τοποθετείς προσεκτικά στη δεξιά του τσέπη. Έτσι είμαι πάντα (και εύκολα) διαθέσιμος.

Ήμουν δώρο της πρώτης (και μοναδικής όπως προέκυψε αργότερα- αλλά αυτό βέβαια δεν το ήξερες τότε) επαιτείου σας με την Αναστασία. Μεγάλη αγάπη με την Αναστασία, κι ας μην ήτανε η πρώτη. Και -παρόλο που λόγω της πρακτικής φύσης σου αρχικά ξίνισες με το δώρο (μα καλά αναπτήρα μου πήρε; έχω τόσους!)- από εκείνη τη μέρα με έχεις πάντα μαζί σου.

Χωρίς να θέλω να περιαυτολογήσω, ήμουν όμορφος στα νιάτα μου. Γυαλιστερός και φρέσκος, σαν τη σχέση με την Αναστασία. Πάντα ετοιμοπόλεμος, πάντα άναβα με την πρώτη, πάντα η φλόγα ήταν δυνατή (κάποιες φορές πολύ δυνατή, ίσως. Αλλά ποτέ δε σε καψε πολύ. Καμιά φορά οι φλόγες καίνε περισσότερο αφού σβήσουν, βλέπεις).

Αναπόφευκτα, όμως μετά από κάποιον καιρό άρχισαν τα προβλήματα. Στην αρχή ήθελα μόνο γέμισμα. Μετά αλλαγή πέτρας. Μετά άρχισε να ξεχαρβαλώνεται και το καπάκι. Και το εξωτερικό μου γέμισε γρατσουνιές και όλη η αρχική γυαλάδα αποτελεί πλέον παρελθόν. Όπως η σχέση σου με την Αναστασία. Στην αρχή ήταν μικρά προβλήματα που μπορούσες να λύσεις. Αλλά σιγά σιγά οοι γρατσουνιές έγιναν όλο και περισσότερες και πιο δύσκολο να κρυφτούν. Και άρχισε και η σχέση σας να ξερχαβαλώνεται, σαν το καπάκι μου, και να κρέμεται από μια κλωστή.

Και όπως ήταν αναμενόμενο, η κλωστή έσπασε, το καπάκι έπεσε, η σχέση τελείωσε. Έκανες τα πάντα για να μας επισκευάσεις, αμφότερους. Κανένας τεχνίτης δε δέχτηκε να με αναλάβει και τίποτα δεν κατάφερε να αλλάξει γνώμη στην Αναστασία και να της ξανανάψει τη φλόγα.

Η Αναστασία λοιπόν έφυγε. Πάνε, νομίζω, πέντε χρόνια. Πέταξε μακριά. Εμένα όμως αρνήσε να με πετάξεις, με κρατάς πάντα στη δεξιά σου τσέπη, γέρο, ξεχαρβαλωμένο και γρατσουνισμένο. Ξέρεις πολύ καλά ότι ποτέ πια δε θα ξαναδείς τη φλόγα μου να καίει, κι όμως, κάθε φορά που θέλεις να ανάψεις τσιγάρο, πάντα μου δίνεις μια ευκαιρία, πάντα πρώτα προσπαθείς να το ανάψεις με τη δική μου φλόγα.

Απολαμβάνω την εμπιστοσύνη που μου δείχνεις...και αναγνωρίζω τη δύναμη της ελπίδας. Όμως κουράστηκα. Είμαι γέρος και από καιρό σε αχρηστία. Κουράστηκα να με κουβαλάς μαζί σου και να με φορτώνεις με προσδοκίες που ξέρω ότι δεν μπορώ πια να ικανοποιήσω. Πέταξέ με. Αναγνώρισέ μου το δικαίωμα να πεθάνω. Ελευθέρωσέ με.

Και ίσως τότε να ελευθερωθείς κι εσύ.

18/11/2007

Καλοκαιρινό ηλιοβασίλεμα

Κρυώνω και με έπιασε νοσταλγία για το καλοκαίρι...και τα ηλιοβασιλέματά του!

17/11/2007

Ο μονόλογος του λεκιασμένου καθρέφτη

Είμαι ο καθρέφτης σου. Ή μάλλον εσύ είσαι ο καθρέφτης μου. Μην απορείς! Όλα είναι θέμα οπτικής! Κάθε φορά που με κοιτάζεις βλέπω τον εαυτό μου στο τζάμι των ματιών σου. Ακριβώς όπως βλέπεις εσύ τον εαυτό σου στο δικό μου τζάμι.

Είμαι ο καθρέφτης σου. Ο αιωνίος λερωμένος. Θα το πω και ας σε ντροπιάσω. Δεν με καθάρισες ούτε μια φορά από τότε που μετακόμισες σ'αυτό το διαμέρισμα, 6 μήνες τώρα. Ναι, ήμουν ήδη βρώμικος. Είχαν δει βλέπεις πολλά τα μάτια μου. Και αφού δε με καθάρισες εσύ, έχω μια μόνιμη θολούρα πάνω μου. Και κάποιες φορές ξεχνιέμαι και νομίζω ότι αυτή η θολούρα είναι η πραγματικότητα και ότι τίποτα δεν είναι καθαρό και γυαλιστερό. Ούτε τα πλακάκια του απέναντι τοίχου (και αυτά τα καθαρίζεις σχολαστικά, το ομολογώ).

Μοιάζουμε εμείς οι δυο, ξέρεις. Τα μάτια σου είναι κι εσένα μονιμως θολά. Μάλλον κι εσύ έχεις δει πολλά και μάλλον κανένας δε νοιάστηκε να σε καθαρίσει. Ή έτσι σε βλέπω εγώ εξαιτίας της δικής μου θολούρας. Ή μήπως πάλι η δική μου θολούρα δεν είναι τίποτε άλλο παρά ο αντικατοπτρισμός της δικής σου;

Μπερδεύτηκα. Τι τις θέλω εγώ τις φιλοσοφικές αναζητήσεις; Στο κάτω-κάτω ένας καθρέφτης είμαι. Αυτό που ξέρω είναι αυτό που βλέπω. Το ίδιο κι εσύ. Ξέρεις τι είναι αυτό που βλέπεις. Κι όταν σ'αρέσει και κοιτιέσαι με τις ώρες, κι όταν βλασφημάς τους μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια σου και τα ποτά της προηγούμενης νύχτας. Ξέρεις. Είσαι εσύ, αυτή είναι η όψη σου, αυτά είναι τα μάτια σου, αυτό είναι το χαμόγελό σου.

Και αυτό είναι το μυστικό μας.

Και οι δύο ξέρουμε πώς είναι τα μάτια σου πραγματικά, όσο κονσίλερ κι αν βάλεις για να κρύψεις τους μαύρους κύκλους. Ξέρουμε ποιο είναι το πραγματικό σου χαμόγελο, κι ας φοράς χίλια δυο άλλα ψεύτικα κατά καιρούς. Και οι δύο ξέρουμε πως έχεις ήδη την πρώτη σου ρυτίδα. Και δύο άσπρες τρίχες.

Αναρωτιέμαι αν ξέρεις όμως, ότι υπάρχουν φορές (λίγες αλλά υπάρχουν!) που τα μάτια σου δεν είναι θολά, αλλά έχουν μια λάμψη αληθινή και καθαρή. Και τότε φεύγει και η δική μου θολούρα και νιώθω πιο καθαρός και από τα πλακάκια απέναντι.

Και κλείνω τα μάτια μου και το μόνο που θέλω είναι να είμαι καθρέφτης. Ο δικός σου καθρέφτης.

16/11/2007

Ο μονόλογος του παραπεταμένου στυλό

Είμαι το στυλό που δε χρησιμοποιείς πια. Δε θα με εκπλήξει αν δεν έχεις καν επίγνωση της ύπαρξής μου. Ωραία λοιπόν, θα σε βοηθήσω να θυμηθείς. Φαντάζομαι τη μολυβοθήκη πάνω στο γραφείο σου τη θυμάσαι. Μέσα έχει μόνο τρία στυλό: δύο μπλε και ένα κόκκινο. Εγώ είμαι το μπλε νούμερο δύο. Μην ψάχνεις να βρεις νούμερο επάνω μου, ανόητε. Μεταφορικά μιλάω. Αυτοπροσδιορίζομαι ως νούμερο δύο, αφού το νούμερο ένα μπλε στυλό της καρδιάς και του χεριού σου είναι -προφανώς- το άλλο μπλε.

Και σε ρωτώ: Τι έχει αυτό που δεν έχω εγώ; Είμαστε ακριβώς της ιδίας μάρκας, σου κοστίσαμε ακριβώς τα ίδια χρήματα (ξοδεύτηκες πάλι, παρεμπιπτόντως: μισό ευρώ έκαστο) και γράφουμε ακριβώς με τον ίδιο τρόπο (0.5 μύτη για να ακριβολογούμε). Εξήγησέ μου σε παρακαλώ, γιατί το άλλο το χρησιμοποιείς κάθε μέρα ενελιππώς κι εμένα ποτέ; Είναι μήπως επειδή είναι νεότερο; Πφφφ, σιγά τη διαφορά, θα 'ναι δε θα ΄ναι τρεις μήνες. Και αυτό από την ημερομηνία αγοράς, γιατί για την ημερομηνία παραγωγής, ένας θεός ξέρει!

Αυτό που δεν καταλαβαίνω είναι γιατί τον αγόρασες! Καλά δεν τα πηγαίναμε οι δυο μας; Δε σου ήμουνα πιστό; Πάντοτε έγραφα ό,τι με διέταζες, χωρίς λάθη, χωρίς να αφήσω σταγόνα μελανιού να μουτζουρώσει τα χαρτιά σου. Και ποτέ δεν παραπονέθηκα, ούτε απείλησα με απεργία, και ας έγραφα χιλιόμετρα βαρετών αριθμών και ακαταλαβίστικων συμβόλων. Δεν είσαι, βλέπεις, κανένας συγγραφέςας να περνάει κι εμένα ευχάριστα η ώρα μου. Λογιστής είσαι. Παρόλα αυτά εγώ ευχαριστιόμουν τις ώρες που περνούσαμε μαζί. Στο κάτω-κάτω δεν είχα και άλλη εναλλακτική να προτιμήσω. Ούτε και ήξερα πώς να την αναζητήσω.

Μέχρι που έφερες το άλλο μπλε στυλό. Και από τότε με αγνοείς. Όχι, δεν με πέταξες. Προτιμάς να με βασανίζεις κρατόντας με σε αχρηστία. Προτιμάς να με ξεφτιλίζεις, αφήνοντάς με να σε βλέπω με το άλλο.

Γιατί ξέρεις πως δεν μπορώ να φύγω. Γιατί ξέρεις πως -όσο κι αν πονάω- αν κάποτε αποφασίσεις να με ξαναχρησιμοποιήσεις, θα σε υπηρετήσω. Αφού μόνο αυτό έχω μάθει να κάνω.

15/11/2007

Χιόνι



Αυτήν την εικόνα είδα μόλις ξύπνησα σήμερα...και χαμογελάω από τότε! :)

14/11/2007

Ο μονόλογος μιας κούπας

Είμαι η κούπα του καφέ σου. Όχι μια οποιαδήποτε κούπα, αλλά η κούπα. Αυτή που εδώ και χρόνια φιλοξενεί τον πρωινό- και όχι μόνο- καφέ σου.

Δεν ξέρω γιατί διάλεξες εμένα από όλες τις κούπες για να γίνω η κούπα σου. Δεν έχω υψηλή συναισθηματική αξία για σένα- ή τουλάχιστον δεν είχα όταν με διάλεξες. Δεν ήμουν δώρο κάποιας μεγάλης αγάπης, ούτε η κούπα που είχες από μικρό παιδί. Δεν είμαι ακριβή, ούτε ιδιαίτερα όμορφη. Κι όμως με διάλεξες. Μάλλον κατά τύχη. Έρχεται για όλους τους ανθρώπους η στιγμή που πρέπει να διαλέξουν μια κούπα για τον καφέ τους και να της μείνουν πιστοί για πάντα ή μέχρι αυτήν να σπάσει.

Έχω ταπεινή καταγωγή. Οι άλλες κούπες στο ντουλάπι δεν το ξέρουν γιατί είναι νεότερες, αλλά ήμουν το δώρο όταν αγόρασες 2 κουτιά γάλα, τότε που αποφάσισες να αρχίσεις να τρως πιο σωστά, 9 χρόνια πριν. Το γάλα το πέταξες 2 εβδομάδες μετά. Και σου μεινα εγώ, μια ανάμνηση των υποσχέσεων που δίνουμε στον εαυτό μας και ποτέ δεν κρατάμε.

Είμαι άσπρη και στα νιάτα μου είχα πάνω μου το λογότυπο της γαλακτοκομικής εταιρείας που με προσέφερε ως δώρο. Κόκκινο ήταν. Τώρα έχει ξεθωριάσει τόσο που μοιάζει με παλιά πληγή. Η ουλή της ιδιοκτησίας, όπως τη λέω. Δεν με πειράζει, γιατί μου θυμίζει από πού έρχομαι και πως τώρα είμαι ελεύθερη. Τουλάχιστον από τον παραγωγό μου, αφού τώρα βλέπεις ανήκω σε σένα. Αναρωτιέμαι αν ποτέ θα είμαι πραγματικά ελεύθερη. Αλλά, θα μου πεις, τι θα έκανα τότε; Δεν ξέρω καν αν θα υπήρχα. Υλικά θα υπήρχα, αλλά θα μπορούσα να σκέφτομαι όπως τώρα; Θα ήμουν πάντα άδεια και κρύα...Προτιμώ λοιπόν να είμαι η κούπα σου, προτιμώ να είμαι ιδιοκτησία σου, αν είναι να νιώθω γεμάτη πού και πού. Να νιώθω τη ζεστασιά του νερού καθώς διαλύει τον καφέ, τα χέρια σου γύρω μου, την ανάσα σου καθώς μυρίζεις τον καφέ και καθώς τον γεύεσαι...

Έχω βέβαια και τα παράπονά μου. Μερικές φορές το νερό είναι πολύ καυτό. Και πονάω. Άλλες πάλι δεν είναι αρκετά ζεστό και ο καφές δεν διαλύεται καλά και με γρατσουνάει. Κάποιες μέρες βιάζεσαι τόσο που πίνεις μια γουλιά και φεύγεις, αφήνοντας με να σιγοκρυώνω και να μετράω τις ώρες μέχρι να γυρίσεις.

Αλλά ξέρω πως δεν το κάνεις επίτηδες και πως κατά πάσα πιθανότητα αύριο θα είναι καλύτερα τα πράγματα. Και ξέρω πως ό,τι κι αν γίνει το βράδυ θα γυρίσεις σπίτι, θα με πλύνεις, θα με σκουπίσεις, θα με βάλεις στο ντουλάπι και εγώ θα κοιμηθώ ήσυχα. Γιατί θα ξέρω πως το άλλο πρωί όταν ανοίξεις το ντουλάπι πάλι εμένα θα διαλέξεις, με κλειστά τα μάτια. Και θα ξυπνήσουμε σιγά-σιγά μαζί.