20/04/2008

Ο μονόλογος του στραβού δαχτυλιδιού

Είμαι το δαχτυλίδι που μέχρι πριν από ένα χρόνο φορούσες πάντα στον παράμεσο δάχτυλο του αριστερού σου χεριού. Είμαι δώρο της κάποτε μεγάλης σου αγάπης (αλήθεια, έχεις προσέξει πως δεν λέμε "ήμουν δώρο" αλλά "ειμαι δώρο". Δεν τον ξεφορτώνεται κανείς εύκολα αυτόν τον τίτλο, τον κουβαλά μια ζωή, σαν όλες τις ταμπέλες που μας βάζουν- ή που βάζουμε στους εαυτούς μας κατά καιρούς.Έτσι κι εγώ θα είμαι για πάντα δώρο, ιδιοκτησία σου,δικό σου. Κι ας μ'έχεις παραπετάξει στο συρτάτι με τα εσώρουχα στο πατρικό σου).

Είμαι δώρο λοιπόν του Φίλιππα και, παρόλο που είμαι δαχτυλίδι, η ιστορία μου ολίγη σχέση έχει με αυτά που βλέπουμε στις ταινίες. Δεν συνόδευσα πρόταση γάμου, ούτε καν συμβίωσης. Όχι, δεν είχα ποτέ τέτοιο προορισμό. Το ήξερα. Για χρόνια πριν με αγοράσει ο Φίλιππος έτρωγα σκόνη σε ένα μικρό μαγαζάκι στη Ναυαρίνου που πουλούσε μπλιχλιμπίδια. Ήμουν ένα από τα ελάχιστα ασημένια αποκτήματα του ιδιοκτήτη και αν δε με αγόραζε ο Φίλιππος ίσως ακόμα να ήμουν στο ίδιο ράφι. Ο Φίλιππος λοιπόν με αγόρασε ως δώρο για τη γιορτή σου, που έτυχε να πέσει μία εβδομάδα μετά την αρχή του ειδυλλίου. Είχε ξεχάσει να σου πάρει δώρο, έτρεξε στην αγορά τελευταία στιγμή, κοντά στο σπίτι του η Ναυαρίνου, να το μαγαζάκι, μπήκε, με άρπαξε, πλήρωσε, βγήκε. Το ίδιο βράδυ βγήκατε, τον κέρασες μια μπύρα (δεν πίνατε πολύ ακόμα τότε) και σου έδωσε το δώρο. Θυμάμαι πως απογοητεύτηκες. Όχι γιατί δεν σου άρεσα. Ήμουν του γούστου σου και ας μη σε ήξερε καλά ο Φίλιππας. Απογοητεύτηκες γιατί σου έδωσε κάποιος δαχτυλίδι αμέσως μόλις σε γνώρισε. Άρα δεν θα μπορούεσες πια να προσμένεις τέτοιο δώρο.Αυτό ήταν το σενάριο που ήξερες από τις αμερικάνικες ταινίες και -αν και μόλις εκείνη τη στιγμή το συνειδητοποίησες- το σενάριο που θα ήθελες να ζήσεις.

Παρόλη την απογοήτευση χαμογέλασες, ευχαρίστησες και με φόρεσες. Και από τότε (και μέχρι πριν ένα χρόνο, όπως είπα) δε με έβγαλες ποτέ, ούτε στιγμή. Ούτε στο ντους, ούτε στη θάλασσα, ποτέ. Είμαι περήφανος γιατί ποτέ δε μάυρισα και όλες τις κακουχίες τις περνούσα χωρίς γκρίνια και χωρίς απώλειες. Είχα πλέον γίνει ένα με το δάχτυλό σου, ένα με σένα. Και από εκεί αγνάντευα εσένα και το Φίλιππο. Και σας χαιρόμουν.

Η σχέση προχωρούσε. Προχωρούσε πολύ. Κι εγώ είχα βολευτεί στο δάχτυλό σου και πίστευα ότι αυτή θα είναι για πάντα η θέση μου, το σπίτι μου, η συντροφιά μου. Και ήμουν τόσο σίγουρος που δεν έβλεπα τα σημάδια της αρχής της αντίστροφης μέτρησης. Τους καυγάδες χωρίς φωνη, την ανία, το πνίξιμο της συνήθειας, τα κρυφά όνειρα. Δεν τα έβλεπε και ο Φίλιππος αυτά, νομίζω. Ούτε καν εσύ στην αρχή.

Μέχρι που ένα βράδυ, ξαπλωμένη καθώς ήσουν στο κρεβάτι και σκεπτόμενη τι έχεις κάνει στη ζωή σου, γιατί το έκανες, τι θα κάνεις τώρα, με έβγαλες από το δάχτυλό σου και τότε είδες (και είδα). Είχα στραβώσει. Δεν ήμουν πια στρογγυλό. Μα καλά, πώς δεν το είχα αντιληφθεί μέχρι εκείνη τη στιγμή; Κοίταζες μια εμένα και μια το δάχτυλό σου. Ήταν ολοφάνερο. Τόσο φανερό που ποτέ δεν το είχες προσέξει. Το δάχτυλό σου είναι στραβό. Θεόστραβο. Κι εγώ είχα πάρει ακριβώς το σχήμα του. Καρμπόν. Και τότε πήρες την απόφαση. Δεν μπορούσες να αγνοείς πια ότι εγώ και η σχέση είχαμε στραβώσει. Κοίταξες την κατάσταση στα μάτια και τη δέχτηκες και πήρες βαθιά ανάσα και έσφιξες τα δόντια. Και χώρισες με τον Φίλιππο, έξι χρόνια μετά, γυναίκα πλέον και με μένα πάντα στο δάχτυλο. (Όχι, δεν έκανες την κλασσική σκηνή των ταινιών, να με πετάξεις πάνω του με μίσος στη διάρκεια του τελευταίου καυγά, ή να με αφήσεις απαλά στο τραπέζι δίπλα από το γράμμα που ανήγγειλε το χωρισμό. Δεν μπορείς να κάνεις συμβολική κίνηση χωρίς σύμβολο, βλέπεις).

Και από εκείνη την ημέρα και μέχρι πριν από ένα χρόνο συνέχισες να με φοράς και ας ήμουν στραβός. Κι εγώ χαιρόμουν γιατί είχα γίνει πια σύμβολο, όχι συμβατικό σαν όλα τα δαχτυλίδια, όχι δε συμβόλιζα την αιώνια αγάπη και τη δέσμευση για κοινή ζωή, αλλά την απόφαση που πήρες εκείνο το βράδυ, να αποδεχτείς ότι είχα στραβώσει, να αποδεχτείς ότι και η ζωή σου είχε στραβώσει και να πάρεις την ευθύνη και για τα δύο.

Όταν ξεκίνησες την επόμενη σημαντική σου σχέση φοβήθηκα ότι θα με ξεφορτωνόσουν. Δεν το έκανες όμως. Για δύο χρόνια συνέχιζες να με φοράς. Πίστεψα λοιπόν ότι αφού με αποδέχτηκες με τη στραβομάρα μου θα με κρατούσες για πάντα. Το ίδιο φαντάζομαι θα πίστευε και ο Φίλιππος. Πόσο αφελής γίνεται κανείς όταν αγαπά και συνηθίζει.

Ξαφνικά πέρσι, κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψης στο πατρικό σου με έβγαλες από το δάχτυλο, με κοίταξες καλά καλά και ύστερα με έβαλες στο συρτάρι με τα εσώρουχα, σε ένα κουτάκι όπου φύλαγες το δαχτυλίδι για τη συνάντηση των συμμαθητών από το λύκειο. Και έφυγες. Δε μου άφησες γράμμα όπως στον Φίλιππο. Με άφησες γιατί ήθελες να ξαναπιστέψεις στην αγάπη, στο "για πάντα", στα δαχτυλίδια και ό,τι αυτά συμβολίζουν... δεν ήθελες να σου θυμίζω ότι έχεις ένα στραβό δάχτυλο, ότι είσαι καταδικασμένη ό,τι κρατάς για πολύ καιρό πάνω σου να στραβώνει, ότι όλα κάποτε τελειώνουν.

Δεν ξέρω ακριβώς πώς είναι η ζωή σου τώρα. Κλειστό το δωμάτιο στο πατρικό σου όταν λείπεις,βλέπεις, και λίγα φτάνουν στα αυτιά μου. Περνάω το χρόνο μου συζητώντας με το δαχτυλίδι της συνάντησης των συμμαθητών. Δεν έχω παράπονο, δε με κοροιδεύει για τη στραβομάρα μου, έχουμε και την ίδια ηλικία πάνω-κάτω, γενικά τα βρίσκουμε. Προχθές σε είδα πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό. Κάτι έψαχνες και άνοιξες το κουτάκι που έχω κάνει σπίτι μου. Με κοίταξες για λίγο και γρήγορα το ξαναέκλεισες. Αλλά εγώ πρόλαβα και είδα. Είδα πως δε φοράς άλλο δαχτυλίδι. Και έριξα ένα δάκρυ, γιατί φοβάμαι πως ποτέ δε θα ξαναφορέσεις.