09/10/2007

Με δυο ποιήματα

Ήταν από τις λίγες φορές που η Μάγια ξυπνούσε μόνη της, χωρίς να χτυπήσει το ξυπνητήρι. Τι ώρα να ήταν; κάθισε για λίγα λεπτά στο κρεβάτι ακίνητη, κοιτάζοντας το ταβάνι και προσπαθώντας να ξεδιαλύνει αυτήν την παράξενη αίσθηση με την οποία είχε ξυπνήσει. Ήταν θλίψη, ανησυχία ή μήπως φόβος; Δεν μπορούσε να το προσδιορίσει, ούτε να το βάλει σε λεκτικά καλούπια. Το μόνο που μπορούσε με σιγουριά να πει είναι πως ήταν μια δυσάρεστη αίσθηση. Ναι, αυτό μπορούσε να το πει σίγουρα.
Αρχικά δεν έδωσε μεγάλη σημασία. Σηκώθηκε, πήγε στην κουζίνα και άρχισε μηχανικά να χτυπάει τον καφέ της, όπως κάθε πρωί. Όσο πιο πολύ ξυπνούσε όμως, τόσο η παράξενη αυτή αίσθηση γινόταν και πιο έντονη. Και όσο πιο έντονη γινόταν, τόσο πιο απροσδιόριστη έμοιαζε.
Η ματιά της έπεσε σε μια φωτογραφία πάνω στο τραπέζι, τραβηγμένη πριν χρόνια. Αυτή και ο Φίλιππος σε μια εκδρομή στο Πήλιο τον καιρό που είχαν πρωτογνωριστεί. Ο έρωτάς τους ήταν εμφανής από τις ματιές τους και μόνο. Η Μάγια κοίταξε τη φωτογραφία και με ένα χαμόγελο πικρής νοσταλγίας αναρωτήθηκε πώς θα φαινόταν οι ματιές τους αν κάποιος τους φωτογράφιζε τώρα και αν θα είχαν έστω και ένα ίχνος από την τότε λάμψη και, μ’αυτή τη σκέψη, τράβηξε το βλέμμα της από τη φωτογραφία, θαρρείς και έτσι θα ξόρκιζε την απάντηση που προσπαθούσε μήνες τώρα να μην αποδεχτεί.
Καθώς σκεφτόταν ένοιωσε την ανάγκη να γράψει. Είχε πολύ καιρό να το νιώσει. Ήταν κάτι που γινόταν συχνά και έντονα στα παιδικά της χρόνια και που σιγά-σιγά ατονούσε, μαζί με την παιδικότητά της, σαν να αρνούνταν να συμβιβαστεί με αυτό που η Μάγια είχε γίνει. Την αίσθηση αυτή την είχε ονομάσει έμπνευση, χωρίς να ξέρει αν όντως αντιστοιχεί σε κάτι τέτοιο. Το μόνο που ήξερε ήταν ότι κάθε φορά που της συνέβαινε αυτό ένιωθε μια ακατανίκητη επιθυμία να γράψει ένα ποίημα, επιθυμία που ζητούσε εκπλήρωση όσο το δυνατόν πιο σύντομα. Έπαιρνε τότε οτιδήποτε ήταν κοντά της και έμοιαζε με χαρτί και έγραφε με μανία. Γρήγορα, σαν να κινδύνευε να ξεχάσει αυτά που πήγαινε να γράψει και χωρίς να μπορεί ποτέ να καταλάβει τι ήταν αυτό που έγραφε, προτού το τελειώσει. Τότε μόνο η ένταση καταλάγιαζε και μπορούσε να διαβάσει όλα όσα έγραφε και να χαρεί έπειτα την ηρεμία της δημιουργίας. Ποτέ δε θεώρησε τον εαυτό της ποιητή, χαιρόταν όμως αυτές τις στιγμές αφάνταστα και νοσταλγούσε τις εποχές που η «έμπνευσή» της την επισκεπτόταν πιο συχνά.
Έτσι και τώρα ένιωθε αυτή την ορμή μετά από πολύ καιρό. Γρήγορα σηκώθηκε από το τραπέζι, πήρε μια χαρτοπετσέτα και ένα στυλό και άρχισε να γράφει. Λίγο μετά, και αφού ένιωσε την ψυχή της να ηρεμεί άφησε από τα χέρια της το στυλό, σήκωσε τη χαρτοπετσέτα και διάβασε αυτά που είχε γράψει.

Τα φύλλα που πέφτουν
παίρνουν μαζί τους το λίγο φως
που είχε απομείνει στην άκρη των ματιών σου.

Ύστερα στροβιλίζονται
γύρω από μία ξεχασμένη πραγματικότητα
που κάποτε άξιζε, αλήθεια, πολύ.

Μα όταν αγγίζουν το έδαφος
Όλα γυρνούν στη μνήμη.
Το δάκρυ φτάνει ως την άκρη των ματιών
Αλλά είναι πολύ αργά για να κυλήσει.

Της άρεσε αυτό που έγραψε. Και όσο περισσότερο το διάβαζε τόσο καταλάβαινε ότι κάθε στίχος αντιστοιχούσε σε ένα κομμάτι του εαυτού και της ζωής της. Κοίταξε το ρολόι. Η ώρα ήταν ακόμη 7. Η παράξενη αίσθηση δεν είχε φύγει ακόμη. Ξαναδιάβασε το ποίημά της. Κάθε στίχος και ένα κομμάτι της. Κάθε λέξη και μια αλήθεια.
Τα φύλλα που πέφτουν παίρνουν μαζί τους το λίγο φως
που είχε απομείνει στην άκρη των ματιών σου.
Τον τελευταίο καιρό ένιωθε πως όλα στη ζωή της έχουν γίνει ανυπόφορα προβλέψιμα. Η δουλειά της, η σχέση της με το Φίλιππο… Κυρίως η σχέση της με το Φίλιππο. Ένιωθε ένα-ένα και τα τελευταία κομμάτια που τις έδιναν ζωντάνια και χαρά να την εγκαταλείπουν. Όπως τα φύλλα πέφτουν από τα δέντρα και τα αφήνουν γυμνά και κρύα. Με τη διαφορά ότι στην περίπτωσή της ένιωθε πως δε θα ξαναβγούν…
Ύστερα στροβιλίζονται γύρω από μία ξεχασμένη πραγματικότητα που κάποτε άξιζε, αλήθεια, πολύ.
Τον τελευταίο καιρό που ένιωθε ότι η ζωή της γίνεται όλο και περισσότερο ανυπόφορη, προσπαθούσε να θυμηθεί ποια ήταν τα όνειρά της για αυτήν. Πώς ένιωθε η ίδια πριν από δέκα χρόνια. Τα σχέδια που έκανε για τη δουλειά της και πώς θα γινόταν η καλύτερη, πώς θα έμεναν για πάντα ερωτευμένοι με το Φίλιππο και θα έκαναν τη δικιά τους τέλεια οικογένεια… Τότε ένιωθε όλη τη ζωή μπροστά της. Εκείνη ήταν η πραγματικότητά της και άξιζε για εκείνη όσο τίποτε άλλο. Και τώρα όλα όσα είχαν αξία τότε, τα όνειρα για δουλειά και αγάπη, φαίνονται να την εγκαταλείπουν. Η ζωή της είναι γεμάτη συμβιβασμούς, επαγγελματικά και προσωπικά. Ο έρωτας έχει ξεθωριάσει κι έχει δώσει τη θέση του στην αδηφάγο συνήθεια και αυτή φαίνεται ανίκανη να κάνει σχέδια για το μέλλον.
Μα όταν αγγίζουν το έδαφος όλα γυρνούν στη μνήμη
Το δάκρυ φτάνει ως την άκρη των ματιών
Αλλά είναι πολύ αργά για να κυλήσει
Είχε αρκετούς μήνες που σκεφτόταν πόσο πολύ διαφέρει η ζωή της από αυτό που θα ήθελε για τον εαυτό της. Εκείνο το πρωινό όμως είχε καταφέρει να το αποδεχτεί σε όλη του την έκταση και να νιώσει όλον τον πόνο που αυτή η αποδοχή προκαλούσε. Ήταν σαν να είχε φτάσει στο σημείο μηδέν, στο σημείο που απαιτούσε δράση πριν τα πράγματα ξεφύγουν από κάθε δυνατότητα ελέγχου. Ήταν το σημείο αυτό που έπρεπε να αναλογιστεί με κάθε λεπτομέρεια όλα αυτά που ήθελε για τον εαυτό της και που όμως του τα στέρησε. Να νιώσει όλον τον πόνο της αποδοχής της αποτυχίας της να γίνει και να έχει αυτά που επιθυμούσε.
Δεν ήταν ο καιρός όμως για δάκρυα. Δεν ήταν ο καιρός για «γιατί». Κάτι τέτοιο μόνο χειρότερα θα τα έκανε τα πράγματα. Ήταν ο καιρός για δράση. Ήταν ο καιρός να δώσει μια ευκαιρία στον εαυτό της να γίνει όλα αυτά που μπορεί να γίνει και δεν τον άφησε. Να πάρει πίσω όλα αυτά που τον άφησε να θυσιάσει στο βωμό της σιγουριάς και της ασφάλειας. Και επιτέλους να ελευθερωθεί από τα δεσμά που η ίδια είχε επιβάλλει στον εαυτό της και να πετάξει προς τα όνειρά της. Όχι, δε θα έκλαιγε άλλο για τα φύλλα που έπεσαν. Θα έκανε όμως ό,τι περνούσε από το χέρι της για να κάνει καινούρια φύλλα να βγουν και να νιώσει ξανά μετά από πολύ καιρό ζωντανή και ευτυχισμένη.
Η ώρα ήταν ακόμη 7:15. Είναι παράξενο πόσο γρήγορα τρέχει η σκέψη, ακόμα και στις στιγμές που νομίζεις ότι θα έπρεπε να πηγαίνει πιο αργά για να ζυγίσει καλύτερα όλες τις εναλλακτικές και να μην οδηγήσει σε αποφάσεις που μπορεί το άτομο να μετανιώσει. Κάτι τέτοιες στιγμές όμως η σκέψη μοιάζει συμπυκνωμένη και, σπρωγμένη από την ένταση των συναισθημάτων πιέζει για άμεσες αποφάσεις.
Τέτοια ώρα θα έφευγε για τη δουλειά. Σήμερα όμως δεν ήταν μια συνηθισμένη μέρα. Το άσχημο συναίσθημα που την έπνιγε από το πρωί είχε δώσει τη θέση του σε μια αίσθηση ικανοποίησης για όσα είχε καταφέρει να παραδεχτεί στον εαυτό της και για όσα ήταν έτοιμη να κάνει. Δεν θα πήγαινε λοιπόν στη δουλειά. Ούτε θα έβγαινε με το Φίλιππο. Για την ακρίβεια είχε ασυνείδητα αποφασίσει να μην ξαναπάει σ’ αυτή τη δουλειά και να μην ξανασυναντήσει το Φίλιππο. Ήξερε πως κανένας δε θα καταλάβαινε τη συμπεριφορά της. Ίσως κάποιοι να νομίσουν ότι τρελάθηκε. Για πρώτη φορά όμως δεν την ένοιαζαν οι άλλοι. Θα έφευγε απλώς μακριά από αυτήν την πόλη, από αυτή τη δουλεία, από αυτόν τον άνθρωπο και από όλα όσα της θύμιζαν πόσο είχε προδώσει τον εαυτό της. Δεν ήθελε να πληγώσει κανέναν, αλλά κάτι τέτοιο θα γινόταν έτσι κι αλλιώς με την πορεία που είχε πάρει η ζωή της. Καλύτερα λοιπόν να γίνει τώρα. Όσο νωρίτερα, τόσο λιγότερος ο πόνος για όλους.
Έβαλε λίγα πράγματα σε μια βαλίτσα. Δεν ήθελε να πάρει τίποτα μαζί της που να της θυμίζει την παλιά της ζωή. Θα έφευγε μακριά εκείνη τη μέρα κιόλας. Πρώτη φορά στη ζωή της θα έκανε κάτι τόσο τολμηρό. Πρώτη φορά θα αψηφούσε τον πόνο τον αγαπημένων της μπροστά στη δική της ευτυχία. Φοβόταν. Αλλά της άρεζε. Δεν την ένοιαζε αν θα την καταλάβαινε κανείς. Της αρκούσε που επιτέλους κατάλαβε εκείνη.
Η τελευταία πράξη της προηγούμενης ζωής της ήταν η εξήγηση στο Φίλιππο. Εδώ και μήνες έβλεπαν και οι δυο τους ότι η κατάσταση μεταξύ τους είχε φτάσει σε αδιέξοδο. Τώρα ήταν η ώρα να του πει πως αυτή βρήκε τη δική της διέξοδο και να τον αφήσει ελεύθερο να βρει κι αυτός το δικό του δρόμο. Έτσι, έβαλε μέσα σε ένα φάκελο δύο ποιήματα. Αυτό που την είχε κάνει πριν από λίγο να συνειδητοποιήσει την κατάσταση σε όλη της την έκταση και ένα ακόμα, που ήλπιζε να τον κάνει κάποτε να καταλάβει.
Με ρωτάς
Γιατί τα μάτια μου είναι θολά
Ενώ στα πόδια μου απλώνεται ο παράδεισος
Γιατί τα χέρια μου τρέμουν
Την ώρα που ετοιμάζομαι την ευτυχία να αγγίξω
Δεν ξέρω
Ίσως γιατί τα όνειρά μου
Βρίσκονται πέρα απ’την αλήθεια
Ίσως γιατί τα πέταλα της σκέψης μου
Έχουν σκορπίσει
Μπορεί και να ‘χω αρχίσει να τα χάνω
Ειλικρινά, δεν ξέρω
Νομίζω όμως πως προχθές
Στα μάτια σου ένα άστρο είδα να πέφτει.