03/12/2007

Ο μονόλογος της λερωμένης μοκέτας

Είμαι η μοκέτα του σαλονιού σου. Ποτέ δε σου άρεσα, το ξέρω. Ήταν μάλλον γιατί δε με διάλεξες, σου έλαχα. Ήρθα πακέτο με το διαμέρισμα που νοίκιασες και δεν μπορούσες να με ξεφορτωθείς χωρίς την άδεια του ιδιοκτήτη (εκτός αν ήθελες να αναλάβεις τα έξοδα αντικατάστασης. Που δεν ήθελες). Είμαι κολλημένη στο πάτωμα και δεν έχω λόγο στο ποιος θα με πατήσει. Και με έχουν πατήσει πολλοί. Ανήκω βλέπεις σε ένα διαμέρισμα που πολλοί το έχουν κάνει προσωρινή κατοικία τους, αλλά κανένας σπίτι. Ποιος αντέχει να ζήσει για πολύ σε 20 τετραγωνικά χωρίς θέρμανση; Κανέναν δεν κατηγορώ που δεν έμεινε. Ούτε κανένας τους μου λείπει.

Ενώ λοιπόν δε σου άρεσα, βρεθήκαμε να συγκατοικούμε. Τα πηγαίναμε καλά, με καθάριζες εβδομαδιαία με την ηλεκτρική σκούπα και τέλος πάντων διατηρούσαμε μια αξιοπρεπή σχέση. Μέχρι που ένα βράδυ με λέρωσες. Δεν ήταν ένα βράδυ σαν όλα τα άλλα. Ήταν το βράδυ που γύρισες σπίτι με τον Μιχάλη. Τον Μιχάλη δεν τον είχα ξαναδεί, τον είχα ακουστά όμως, από κάτι ψυθιριστά τηλεφωνήματα. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί του μιλούσες ψιθιριστά. Μόνη σου ήσουν στο σπίτι κάθε φορά που του μιλούσες. Εκτός από μία φορά που ήταν ο Δήμος εκεί. Τότε το έκλεισες το τηλέφωνο και είπες στο Δήμο ότι στο έκλεισαν εσένα. Δεν ξέρω αν το πρόσεξε ο Δήμος, αλλά κοκκίνησες όταν το έλεγες αυτό. Εγώ φυσικά το πρόσεξα.

Α ναι, ο Δήμος. Παρόν στη ζωή σου τους τελευταίους μήνες. Σαν κι εμένα ένα πράγμα. Κι αυτός σου 'λαχε, κατά μία έννοια. Είχες κουραστεί να είσαι μόνη σου, σ'αυτή τη μεγάλη πόλη. Ήθελες μια συντροφιά, αλλά ποτέ δεν ήσουν ιδιαίτερα δημοφιλής. Ο Δήμος έδειξε ενδιαφέρον, γιατί όχι; Ήταν μια αξιοπρέπής επιλογή. Μέχρι να προχωρήσεις πιο πέρα, τουλάχιστον. Παράπονο δεν είχες, καλά περνούσατε. Όλα τα χατήρια σου έκανε, σ'ερωτεύτηκε, βλέπεις. Κι εσύ τον πατούσες, όπως πατάς εμένα. Όχι επειδή είσαι κακός άνθρωπος, αλλά επειδή δεν είσαι συνηθισμένη να κοιτάς κάτω.

Τέλος πάντων, επιστρέφω στη νύχτα που με λέρωσες. Λοιπόν...Ο Μιχάλης είναι ήδη στο σπίτι σου, θέλει λέει να του δανείσεις το βιβλίο που του ΄λεγες. Άρχισε να ξεφυλλίζει το βιβλίο. Να βάλω μουσική Μιχάλη μου, ρωτάς τάχα αδιάφορα. Βεβαίως λέει αυτός και στρογγυλοκάθεται στο πάτωμα. (Από έπιπλα μόνο το κρεβάτι, ένα τραπέζι και μία καρέκλα στα 20 τετραγωνικά, τι να έκανε ο έρμος). Πετάγεσαι εσύ στο μπάνιο, ψεκάζεσαι με λίγο άρωμα και κοιτιέσαι καλά καλά στον καθρέφτη. (Σε είδα, ξεχνάς ότι η πόρτα του μπάνιου σου ποτέ δεν έκλεινε καλά; Και ναι, και ό Μιχάλης σε είδε. Του χάρισες ένα χαμόγελο ικανοποίησης).

Δε θα προχωρήσω σε λεπτομέρειες για το τι ακολούθησε. Λίγο-πολύ όλοι έχουμε δει κάτι ανάλογο σε ταινίες. Άραγε θα ξέραμε τι να κάνουμε χωρίς αυτές; Το ένα έφερε το άλλο λοιπόν και τσουπ: Δίνεις μία με το πόδι σου στο ποτήρι με το κρασί (είχε αυτοσερβιριστεί ο Μιχάλης όσο ήσουν στο μπάνιο. Εσύ, κυρία! Του είπες ότι δεν πίνεις). Έτσι λούστηκα εγώ με κρασί κόκκινο φτηνιάρικο. Ώσπου να στεγνώσω είχε φύγει ο Μιχάλης κι εσύ ήσουν σε μια γωνιά και έκλαιγες.

Την άλλη μέρα το πρωί σου τηλεφώνησε ο Δήμος. Και καθώς του μιλούσες πρόσεξες τον λεκέ πάνω μου. Βρήκες μια δικαιολογία για να του το κλείσεις γρήγορα και έπεσες στα γόνατα προσπαθώντας να με καθαρίσεις. Και δώστου το κλάμα. Δεν καθαρίζουν με δάκρυα το κρασί, σου φώναζα, αλλά πού να με ακούσεις. Το βράδυ που γύρισες σπίτι, έφερες ένα κακάσχημο πράσινο χαλάκι (ήταν σε προσφορά) και το έστρωσες επάνω μου.

Τον Δήμο δεν τον ξαναείδες. Ήθελες και ήθελε. Αλλά αποφάσισες να τιμωρήσεις τον εαυτό σου και να μην κάνεις αυτό που σε έκανε να νιώθεις πιο γυναίκα. Πώς να δικαιολογήσεις στον εαυτό σου παραπάνω από μία μέρα ευτυχίας; Ο Μιχάλης ποτέ δεν έμαθε τι έγινε εκείνη τη νύχτα. Όταν σε ρώτησε για το καινούριο σου απόκτημα του είπες ότι ποτέ δε σου άρεσα και πως επιτέλους βρήκες τον τρόπο να μη με βλέπεις. Πρόσεξε όμως ότι από τότε ήσουν πιο γλυκειά μαζί του, σαν να τον υπολόγιζες παραπάνω, σαν τα μάτια σου ξαφνικά να κατέβηκαν στο ύψος του.

Από εκείνη τη μέρα δεν ανασήκωσες το πράσινο χαλί ούτε μία φορά. Δεν ξαναείδες τον λεκέ. Κάθε φορά όμως που βλέπεις το χαλί, ξέρεις τι σκεπάζει. Ξέρεις ότι -όπως κι εμένα- ούτε αυτό το χαλί ουσιαστικά το διάλεξες. Και όσο και να θέλεις να το ξεχάσεις εγώ θα είμαι πάντα από κάτω και θα έχω πάντα τον λεκέ: σουβενίρ της μόνης νύχτας που έκανες αυτό που ήθελες, της νύχτας που σε τρόμαξε ο ίδιος σου ο ευατός. Και αν τώρα πατάς το νέο χαλί, από κάτω και πάλι εμένα ουσιαστικά πατάς. Τουλάχιστον πιο πριν το έκανες χωρίς προσχήματα και χωρίς δικαιολογίες. Τουλάχιστον πριν μου έδινες την άδεια να είμαι το χαλί σου.